Φλογισμένη σελήνη - Μέμπο Τζιαρντινέλι

Φλογισμένη σελήνη - Μέμπο Τζιαρντινέλι


"Ο άνθρωπος φτάνει στο φθινόπωρο
σαν γη ακατοίκητη
για να πεθάνει είναι πολύ νωρίς
για ν' αγαπήσει είναι πια πολύ αργά" 

Αλέδο Λουίς Μελόνι
Coplas de barro


[...]

   Έπρεπε να λυπάται; Ναι, έπρεπε, για όσα είχα χάσει. Ήταν πολλά. Είχε υποθηκεύσει τη ζωή του και τα χρέη πληρώνονται. Το έμαθε από τότε που άρχισε να σπουδάζει Νομική στο Παρίσι. Αχ, το Παρίσι, τι όμορφη, λαμπερή πόλη με τον ντροπαλό Σηκουάνα που κυλά νωθρός, οι όχθες του με τα αγκυροβολημένα πλοιάρια και τους σοφούς ψαράδες με την πίπα στο στόμα. Ανάπτυξη, εξελιγμένος καπιταλισμός, οικολογία, καθαριότητα. Κι εκείνη η  απέραντη ψύχρα των ανθρώπων. Αχ, το Παρίσι, με τους τρούλους του και με τις κεραμωτές στέγες να γεμίζουν με συναισθήματα τις ταχυδρομικές κάρτες. Παρίσι! Πόσο διαφορετικό από τούτη την ισόπεδη πόλη που την έβλεπε τώρα από τον όγδοο όροφο του ξενοδοχείου "Γουαρανί". Τούτη η υπανάπτυκτη, η βρόμικη πόλη, έχει σαν καύχημά της την αποικιακή ομορφιά, το κιτρινωπό και ξεχαρβαλωμένο τραμ που κατεβαίνει το δρόμο και χάνεται πίσω από τα κεραμίδια ενός σπιτιού που ίσως είναι του περασμένου αιώνα.
   Και πέρα μακριά το ποταμι, να το μαντεύει μάλλον παρά να το βλέπει. Αληθινό ποτάμι ο Παραγουάης! Σαν τον Παρανά. Τέλος πάντων, σχεδόν σαν τον Παρανά. Αυτά ήταν ποτάμια! Μεγάλα, πλατιά, δυνατά και συχνά δολοφονικά όταν ξεχείλιζαν σαν τα παράφορα πάθη του κόσμου τούτου. Να πάρει, αυτό του έλειπε, ν' αρχίσει και η μελαγχολία να τον τυραννάει από πάνω, Τώρα που ένιωθε για πάντα προγραμμένος. Ποιος να του το έλεγε; Και γιατί να σκέφτεται πια; Ο ένοχος ήταν η ζέστη που ανεβάζει τις μετοχές του θανάτου και δίνει ποικιλία στις μορφές του. Η ζέστη. Θα 'λεγε κανείς πως μας σκαλίζει τα εσώψυχα κι εμείς δεν παίρνουμε είδηση. Στο τέλος περιμένει ο θάνατος. Παμπάλαιος και πάντα νέος σαν τα μεγάλα ποτάμια. Η κατάρα αυτή!
   Κάθισε στο κρεβάτι και ήπιε μια γουλιά από την κόκα-κόλα που του είχαν φέρει. Ο πάγος είχε λιώσει και ήταν νερωμένη. Η ζέστη γινόταν ολοένα και πιο ανυπόφορη και η σχάρα του κλιματιστικού έμενε βουβή. Άλλη μια μορφή υπανάπτυξης. Μα δεν είχε σημασία. σημασία είχε να περιμένει. Είχε χάσει ακόμη και το φόβο. Το έβλεπε στον καθρέφτη που του επέστρεφε την εικόνα του. Μισόγυμνος, χωρίς πουκάμισο, με μια μελανία στο λαιμό που του θύμιζε το πάθος της Αρασέλι. Η δαγκωματιά της, το ρούφηγμα της, ένα σημάδι που ήταν μάρτυρας για ό,τι είχε συμβεί, γι' αυτό που είχε διαπράξει, αυτός. Μα ένα εφήμερο σημάδι, σκέφτηκε γιατί περνάει, σε λίγες μέρες τα ίχνη εξαφανίζονται. Το άλλο είναι που δεν φεύγει, το εσωτερικό παραμένει. Δεν είναι δυνατόν να παραλλάξεις της βαθύτατη θλίψη, γιατί η θλίψη δεν αφήνει μελανιές.
   Α, πόσο θα ήθελε να πέθαινε την ίδια στιγμή. Ας ερχόταν για παράδειγμα ο Κατοβλέπας, εκείνο το φανταστικό τέρας που αναφέρει ο Μπόρχες, ένα πλάσμα που όποιον κοιτάξει στα μάτια πέφτει νεκρός. Ας ερχόταν τώρα να με κοιτάξει κατάματα. Θα του έλεγα, ίσως: "Γεια, Κατοβλέπα" και θα τον κοίταζα. Ναι, τώρα θα τον κοίταζα. Τώρα, σίγουρα.

[...]

Απόσπασμα από το 'Φλογισμένη σελήνη' - Μέμπο Τζιαρντινέλι

Σχόλια