Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2013

33x3x33 - 3 - ε.ε. κάμινγκς

Εικόνα
33x3x33 - 3 - ε.ε. κάμινγκς Ω γλυκιά αυθόρμητη γη πόσο συχνά τα λεκιασμένα                    δάχτυλα των λάγνων φιλοσόφων σ' έχουν τσιμπήσει και πασπατέψει ,ο άσεμνος αντίχειρας της επιστήμης έχει κεντρίσει την         ομορφιά σου    .πόσο συχνά σ' έχουν πάρει οι θρησκείες στα λιπόσαρκα γόνατα τους πάνω συνθλίβοντάς σε και γρονθοκοπώντας σε ώστε να μπορέσεις να συλλάβεις θεούς           (αλλά αληθινή στην ασύγκριτη κλίνη του θανάτου του ρυθμικού σου εραστή        τους αποκρίθηκες μόνο με την                     άνοιξη) ~ You must believe in Spring - Tony Bennett Bill Evans

Πες στη μορφίνη, ακόμα την ψάχνω - Νικόλ Ρούσσου

Πες στη μορφίνη, ακόμα την ψάχνω - Νικόλ Ρούσσου [...]    Φτάνουμε στα βράχια, φάτσα κάρτα στο Παλατάκι, διαλέγουμε ένα ζόρικο να μας χωράει και τους δυο, και στρωνόμαστε με τα πόδια να κρέμονται πάνω απ' τη θάλασσα.    Ο ήλιος είναι χρυσοκόκκινος και βγαίνει από μένα. Έχει μουδιάσει ο λαιμός μου, σαν άμα σου 'ρχεται να κλάψεις, αλλά δεν κλαίω. Το φεγγάρι από πάνω μια έρχεται μια φεύγει, αλλά τελικά το βλέπω όπως είναι στρογγυλό. Όχι μια ηλίθια χαλκομανία κολλημένη σ' έναν ηλίθιο γαλάζιο τοίχο. Έχει σηκώσει κύμα, μπορώ να βλέπω στο βυθό, γουστάρω να μπω μέσα, αλλά ξέρω ότι ειναι το τριπ. Κι ας λένε όλοι οι μαλάκες ότι δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Σκέφτομαι πιο σβέλτα απ' όσο ανασαίνω, δεν προφταίνω, μου ' φυγε η σκέψη, σκατά! Το κύμα με βρέχει. Ο βράχος ζεστός και ζωντανός μ' αγκαλιάζει, αλλά μόνο εγώ το ξέρω, Οι άλλοι μόνο τον πατάνε. Έρχεται ένα πιτσιρίκι και μου χαμογελάει. - Βράχηκες! Δεν κρυώνεις; ρωτάει. - Είναι ζεστή η θάλασσα. Και μ' α

Η αναπόφευκτη ανθηρότητα σου (επιλογές) – Γιώργος Μπλάνας

Η αναπόφευκτη ανθηρότητα σου (επιλογές) – Γιώργος Μπλάνας α' Ο πρώτος σου χειμώνας διάβηκε σαν ζωγραφιά μπρος στο παράθυρό μου: με δακρυσμένα μάτια την άνοιξη προσμένω. Έξω χιονίζει · ένα χιόνι ζεστό σαν μπαμπάκι. Πίσω απ'τους φράχτες κυνηγιούνται τ' αγέννητα παιδιά μου και του φωτός τα διάφανα πουλιά χτυπούν το τζάμι, σκύβοντας να πιουν τα δάκρυα μου. ε' Έσπερνες ολόγλυκες τις νύχτες του καλοκαιριού: σάλα ολόφωτη επάνω ο ουρανός κι αρώματα μεθυστικά όλο το φως της μέρας καμωμένο. Πού χάθηκε εκείνη η παλιά σου απλοχεριά; Ποια σκοτεινή ανάγκη σε φέρνει επαίτη στη δύσκολη θύρα της μνήμης; Περνούσες πολύχρωμο καράβι στη γαλάζια απαντοχή μου. Τώρα ψάβω το σώμα σου: βουβό. Ψάβω τα χέρια μου: αίμα. ζ' Αφέθηκα στα ξύλινα χέρια σου, ακούγοντας το χρόνο να δουλεύει με βουλιμία στης νύχτας την καρδιά. Μικρή παρηγοριά τα δύσκαρπά σου δάχτυλα κι ακόμη μικρότερη η απαντοχή των λιγοστών σου φύλλων. Όμως δεν πέρασε ποτέ απ'το νου μου πως υα μπορούσα να χαθώ σ'

Η βίβλος του ερωτικού λέοντα (απόσπασμα) - Μάικλ ΜακKλουρ

Η βίβλος του ερωτικού λέοντα (απόσπασμα) - Μάικλ ΜακKλουρ Τα στήθη σου και τα μαλλιά και οι σάρκινοι βελούδινοι μηροί είναι πιο ευδιάκριτοι για τη συνείδηση που ανακαλύπτω. Βλέπω όλα τα πράγματα από  μια άκρη εντός απαθούς διαλογισμού κι όμως αυτή η συνείδηση λιώνει το σύμπαν σαν υδράργυρο ή νερό και ρέει προς τα εμπρός και πίσω εμένα καθιστώντας έρωτα που ορμά απο Σένα σε μένα -  και προωθεί Εμένα σ' Εσένα και γίνεται  η σάρκα που αναγνωρίζουμε! Το κρασί είναι εκείνο που γεμίζει τη νύχτα πέρα από το πιο μακρινό άγγιγμα - είναι ζάχαρη γινωμένη νεφελώδης ωκεανός πέρα από το σύνορο  των φωτονίων που τα μάτια μας υπνωτίζουν. Αγγιζόμαστε σ' αυτόν τον τόπο συμπηγμένοι τόσο σφιχτά με ευδαιμονία δεν υπάρχει καν χώρος να αιωρηθεί εκεί πέρα φως. Η συνείδηση προσλαμβάνει αυτό το πάθος  είναι σάρκα και ξεχωρίζει τον εαυτό της για να κερδίσει μια γνώση - έχοντας γνώση πως αν η σάρκα είναι πάθος η διάνοια είνα

Αποστρατευμένοι - Ντίνος Χριστιανόπουλος

Αποστρατευμένοι - Ντίνος Χριστιανόπουλος Τώρα δεν έχει πια ΕΣΑ, φωνές δεκανέων να σου ξηλώνουν τα όνειρα, κυρίες ταγματαρχών να σφουγγαρίζεις την κουζίνα τους, και κάθε βράδυ στο θάλαμο διψώντας λίγη θαλπωρή, καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα. Τώρα, δίχως μπερέ και ζωστήρα, οι λερωμένες αρβύλες δίνουν μια ιδέα λευτεριάς, ξεκουμπωμένο στήθος θα πει είμαι κύριος, να και το κορδονάκι που καθάριζα το όπλο μου, θα το κρατήσω να θυμάμαι τις επιθεωρήσεις. Θα 'θελα ν' αγοράσω πριν φύγω, ένα τσιτάκι για την αδερφή μου, κανένα παιχνίδι για τα    μικρά, μα η τσέπη μου είναι άδεια σαν την καρδιά μου. Θα 'θελα να τριγυρίσω και πάλι στους δρόμους, να δω για τελευταία φορά τη Σαλονίκη, όμως δεν έχω πόδια πια, δεν έχω μάτια, δεν έχω όρεξη ούτε να μιλήσω, ο νους μου κιόλας ταξιδεύει στο χωριό. Ίπποι 8, άνδρες 40 (αυτό ας είναι το τελευταίο μας στρίμωγμα, η τελευταία ανταμοιβή απ' την πατρίδα), όμως ετούτο το τράνταγμα γιατί μου σφίγγει έτσι την    καρδιά; Αυτό