Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Απρίλιος, 2012

Κρεβάτια τουαλέτες εσύ κι εγώ - Τσαρλς Μπουκόφσκι

Κρεβάτια τουαλέτες εσύ κι εγώ - Τσαρλς Μπουκόφσκι Σκεφτείτε τα κρεβάτια που δουλεύτηκαν αμέτρητες φορές στο γαμήσι, στο θάνατο. Σ’ αυτόν τον τόπο κάμποσοι γαμούμε πιο πολύ παρά πεθαίνουμε μα οι περισσότεροι πεθαίνουμε πιο καλά απ ‘ ό,τι γαμούμε. Πεθαίνουμε αργά- αργά, τρώγοντας παγωτό σε πάρκα ή σε ίγκλου παράνοιας ή σε ψάθες ή πάνω σε ξέμπαρκες αγάπες ή ή :κρεβάτια, κρεβάτια, κρεβάτια. :τουαλέτες, τουαλέτες, τουαλέτες. Το ανθρώπινο αποχετευτικό σύστημα του κόσμου η μεγαλύτερη ανακάλυψη. Και μ’ ανακάλυψες και σ΄ ανακάλυψα κι είναι γι’ αυτό που δεν μπορούμε να τα βρούμε πια σ’ ετούτο το κρεβάτι. ‘Ησουν η μεγαλύτερη ανακάλυψη του κόσμου, ώσπου μου τράβηξες το καζανάκι. Τώρα είναι η σειρά σου να περιμένεις το τράβηγμα. Κάποιος θα σου το κάνει, Σκύλα. Κι αν δε βρεθεί κανένας, θα το τραβήξεις μοναχή σου: μέσα στα πράσινα, μέσα στα κίτρινα, μες στ’ άσπρα, στα μωβιά σου αντίο.

Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων - Λούις Κάρολ

Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων - Λούις Κάρολ [...]    Ο Γάτος, βλέποντας την Αλίκη, απλώς χαμογέλασε. Καλοσυνάτος φαίνεται, σκέφτηκε εκείνη. Ωστόσο, δεν έπαυε να έχει πολύ μακριά νύχια και μπόλικα δόντια, οπότε η Αλίκη σκέφτηκε ότι έπρεπε να του φερθεί με σεβασμό.     << Ψιψίνε του Τσέσαϊρ>>, άρχισε κάπως δισταχτικά, μιας και δεν ήταν βέβαιη ότι θα του άρεσε η προσφώνηση · εκείνος όμως χαμογέλασε λιγάκι πιο πλατιά. <<Για την ώρα είναι ευχαριστημένος>>, σκέφτηκε η Αλίκη και συνέχισε, <<Θα μου πεις σε παρακαλώ, ποιό δρόμο να πάρω;>>    <<Αυτό εξαρτάται άμεσα από το που θες να πας>>, είπε ο Γάτος.    <<Δεν με πολυνοιάζει που θα πάω...>> είπε η Αλίκη.    <<Τότε, δεν έχει σημασία ποιό δρόμο θα πάρεις>>, είπε ο Γάτος.    <<...αρκεί να πάω κάπου>>, πρόσθεσε η Αλίκη σαν διευκρίνιση.    << Α, αυτό θα γίνει οπωσδήποτε>>, είπε ο Γάτος, <<αρκεί να περπατήσεις αρκετά>>. [...] Α

Ο φτωχούλης του θεού - Νίκος Καζαντζάκης

Ο φτωχούλης του θεού - Νίκος Καζαντζάκης [...]  - Αρχοντόπουλο μου, είπα, να με συμπαθάς · ένα ήθελα να σε ρωτήσω, ετούτο: τρώς, πίνεις είσαι ντυμένος στο μετάξι, τραγουδάς κάτω από τα παραθύρια, γλέντι η ζωή σου · τίποτα λοιπόν δε σου λείπει;       Ο νέος στράφηκε απότομα, αναμέρισε βίαια το μπράτσο, να μην τον αγγίξω. - Τίποτα δε μου λείπει, αποκρίθηκε πεισματωμένος · γιατί με ρωτάς; Δε θέλω να με ρωτούν.       Έδεσα κόμπο την καρδιά μου. - Γιατί σε λυπούμαι αρχοντόπουλό μου, αρχοντόπουλό μου, του αποκρίθηκα.       Ο νέος να το ακούσει, τίναξε με αλαζονεία το κεφάλι: - Εμένα; Είπε, εσυ;! - και γέλασε.      Μα σε λίγο, χαμηλώνοντας τη φωνή του: - Γιατί με λυπάσαι, γιατί; Ρώτησε λαχανιασμένος.      Δεν αποκρίθηκα. - Γιατί; Ξαναρώτησε.      Έσκυψε, με κοίταξε στα μάτια. - Ποιός είσαι ντυμένος σα ζητιάνος; ποιός; Ποιός σ' έπεψε να με βρεις, εδώ στους δρόμους της Ασίζης τα μεσάνυχτα;      Αγρίεψε: - Μολόγα την αλήθεια! κάποιος σε στέλνει, ποιός;